λεπτολογώ

λεπτολογώ
λεπτολόγησα, λεπτολογήθηκα, λεπτολογημένος, εξετάζω κάτι με ακρίβεια και προσοχή, εξετάζω σχολαστικά: Λεπτολόγησα αλλά μόνο έτσι βρήκα την άκρη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεπτολογώ — λεπτολογώ, λεπτολόγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λεπτολογώ — έω και άω (AM λεπτολογῶ, έω) [λεπτολόγος] εξετάζω κάτι με κάθε λεπτομέρεια και με πολλή ακρίβεια, εξονυχίζω, ψιλολογώ, ψιλοκοσκινίζω («μην τά λεπτολογείς πολύ τα πράγματα, γιατί δεν υπάρχει λόγος») μσν. διηγούμαι ή περιγράφω κάτι με λεπτομέρειες …   Dictionary of Greek

  • λεπτολογῶ — λεπτολογέω speak subtly pres subj act 1st sg (attic epic doric) λεπτολογέω speak subtly pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… …   Dictionary of Greek

  • αλεπτολόγητος — η, ο [λεπτολογώ] αυτός που δεν λεπτολογήθηκε, δεν εξετάστηκε σχολαστικά, δεν ερμηνεύθηκε στις λεπτομέρειες του …   Dictionary of Greek

  • αμφιφράζομαι — ἀμφιφράζομαι (Α) εξετάζω κάτι από όλες τις πλευρές, λεπτολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + φράζομαι] …   Dictionary of Greek

  • αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό …   Dictionary of Greek

  • εξετάζω — (AM ἐξετάζω) [ετάζω] 1. ερευνώ λεπτομερώς, ελέγχω («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», Θουκ.) 2. υποβάλλω σε ανάκριση, ανακρίνω («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες») 3. ελέγχω προσεκτικά για να διαπιστώσω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («εξέτασε …   Dictionary of Greek

  • εξονυχίζω — (AM ἐξονυχίζω) εξετάζω κάτι με ακρίβεια και προσοχή, λεπτολογώ νεοελλ. (για υποζύγια) κόβω τα νύχια για να τοποθετήσω πέταλα αρχ. αφαιρώ τα αγκάθια (από τα ρόδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονυχίζω «εξετάζω με λεπτομέρεια (< όνυξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”